καυλός

καυλός
καυλός
Grammatical information: m.
Meaning: `shaft, stalk, quillpart of a feather' (Il.; on the botan. a. anatom. meaning Strömberg Theophrastea 95ff. und 49).
Compounds: Often as 2. member, e. g. μονό-καυλος (Thphr.; Strömberg 104f.), rarely as 1. member, a. o. in καυλο-κινάρα `the shaft of the artichoke' (Gp.; s. Strömberg Wortstudien 7).
Derivatives: Two diminut.: καυλίον (Arist.), καυλίσκος (J., D. S., Dsc.); καυλεῖον = καυλός (Nic.; after ἀγγεῖον a. o.); καυλίας `sap of the shaft' (Thphr.; as ῥιζίας `root-sap', cf. Strömberg Theophrastea 91, Chantraine Formation 94f.); καυλίνης fish-name = χλωρὸς κωβιός (Diph. Siph. ap. Ath. 8, 355c; after the colour, Strömberg Fischnamen 26; formation like Αἰσχίνης ); καυλικός, καυλώδης `stem-like' (Thphr.), καύλινος `consisting of a shaft' (Luc.), καυλωτός `with a stem' (Eudem. Phil. IVa; as αὑλωτός etc.); καυληδόν `shaft for shaft' (Opp.). Denomin. verb καυλίζομαι `have a shaft' (Ar. Fr. 404). δικαυλέω `have two shafts', ἐκκαυλέω `grow out in one shaft' with ἐκκαύλησις, -ημα, ἐκκαυλίζω `remove the shaft' (Thphr.) from virtual *δι-καυλος, *ἔκ-καυλος etc. and (καυλέω only Suid.).
Origin: IE [Indo-European] [537] *keh₂ulos `shaft'
Etymology: Old inherited word, also in Latin and in Baltic: Lat. caulis m. `shaft' (i-stem sec., s. Leumann Lat. Gramm. 232); Lith. káulas `bone, cube', Latv. kaũls `id.', also `shaft', Pruss. caulan `bone'; derived MIr. cuaille `pole' (\< *kaulīni̯o-). Not to Skt. kulyā́ `ditch, canal' and Germ. word for `hollow, hohl', ONord. holr, Goth. us-hulōn `hollow out'. See W.-Hofmann s. caulis and Fraenkel s. káulas.
Page in Frisk: 1,802-803

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καύλος — καῡλος, το (Μ) βλαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός, ὁ, με αλλαγή γένους και αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • καυλός — stem masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

  • καυλοί — καυλός stem masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλούς — καυλός stem masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλῷ — καυλός stem masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλόν — καυλός stem masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόκαυλος — μακρόκαυλος, ον (Α) (για φυτό) αυτός που έχει μακρύ στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + καυλός (πρβλ. μονό καυλος, πλατύ καυλος)] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιόκαυλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει καυλούς προς τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καυλός (πρβλ. μεγαλό καυλος, πλατύ καυλος)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαίκαυλος — ον, Α (για φυτό) χαμαίζηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + καυλός (πρβλ. λευκό καυλος, πολύ καυλος)] …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”